- εὐσύντακτος
- εὐσύντακτοςwell-arrangedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσύντακτος — εὐσύντακτος, ον (Α) αυτός που είναι συντεταγμένος καλά 2. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που έχει καλή σύνταξη, καλό ύφος. επίρρ... εὐσυντάκτως (ΑΜ) με ευσύντακτο τρόπο, με καλή σύνταξη μσν. με καλή στρατιωτική παράταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… … Dictionary of Greek
εὐσυντάκτως — εὐσύντακτος well arranged adverbial εὐσύντακτος well arranged masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσύντακτον — εὐσύντακτος well arranged masc/fem acc sg εὐσύντακτος well arranged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσύντακτα — εὐσύντακτος well arranged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσυνταξία — εὐσυνταξία, ἡ (Μ) [ευσύντακτος] η καλή σύνταξη … Dictionary of Greek